- ἠρινόν
- ἠρινόςof springmasc acc sgἠρινόςof springneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρινός — ἠρινός, ή, όν (Α) 1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.) 2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά κατά την άνοιξη («ὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός*, με συναίρεση] … Dictionary of Greek
πεκτώ — έω, Α 1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.) 2. παθ. πεκτοῡμαι, έομαι (και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek